Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2008

Η αρχή του τέλους της αρχής..


- "Αϋλήν.. αϋλήν.. Αϋλήν, καλά δεν μ’ακούς που σου φωνάζω;"
- "Ήμουν αφηρημένη κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.. πάνω ψηλά στο λόφο"..
- "Χμμμ, η πόρτα έχει ανοίξει.. θα έρθεις;"
- "Δεν ξέρω.. δεν νομίζω.. Φοβάμαι.. Πήγαινε μόνος σου.. ναι, καλύτερα μόνος σου"..
- "Καλά λοιπόν"..


Η πόρτα που οδηγούσε.. προς τα κάτω, είχε ανοίξει.. Ναι, φαινόταν καθαρά η μεγάλη πέτρινη στριφογυριστή σκάλα.. γύριζε γύρω από τον εαυτό της έτσι όπως “κρεμόταν” μέσα στο κενό..

- "Αϋλήν.. δεν θα με βοηθήσεις;"
-………………………… (καμία απάντηση)

Κι έκανε το πρώτο βήμα.. έβαλε σιγά σιγά το κεφάλι μέσα από το άνοιγμα της πόρτας.. ένα ξύλινο , φαγωμένο από τα χρόνια κουφάρι πόρτας.. λίγο χαμηλό.. έσκυβες για να περάσεις.. και μετά σου ερχόταν η μυρωδιά της υγρασίας, της νύχτας.. της μουλιασμένης πέτρας….

Κατεβαίνει αλλά που πάει; Και τόσο σκοτάδι.. γιατί; Τακ τακ τακ, τα τακούνια χτυπούσαν πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια... Τακ τακ τακ…

Άκουγε τον ήχο να χάνεται σιγά σιγά η Αϋλήν (άϋλη)..
«Θέλω να τον βοηθήσω αλλά φοβάμαι» σκέφτηκε δυνατά...και έμεινε να κοιτάει έξω από το παράθυρο, πέρα στον καταπράσινο λόφο..

Είχε έρθει ο χειμώνας.. Έξω ο καιρός ήταν μουντός και φυσούσε, όχι δυνατά, αλλά να, εκείνο το κρύο αεράκι που σου θυμίζει, που σε ξυπνάει, που σε γεμίζει.. Και η Αϋλήν ήταν τυλιγμένη μέσα στο μάλλινο ριχτάρι της, γύρω από τους ώμους και την πλάτη της.. και χανότανε στη σκέψη της..

Τακ τακ… τα βήματά του ακούγονταν όλο και πιο μακρινά, κατάλαβε ότι δεν θα έκανε ούτε μια στιγμή πίσω.. ήθελε να κατέβει, ήθελε να περπατήσει τη στριφογυριστή πέτρινη σκάλα που οδηγούσε – άραγε που; κι ας το έκανε και μόνος του..

«Καλή τύχη» σκέφτηκε από μέσα της.. «καλή τύχη»..

1 σχόλιο:

Jamie S. Poursas είπε...

Ρε Χάρη έχεις δίκιο... είναι στιγμές που χρειαζόμαστε ένα χέρι βοηθείας, ακόμα κι από τον ίδιο μας τον εαυτό...
Κι όμως ούτε ο εαυτός μας πια μας στηρίζει στις επιλογές μας!
"Καλή τύχη"?

---

..

"Διαβάζονται..."